- σκιαγραφοῦμαι
- σκιᾱγραφοῦμαι , σκιαγραφέωpaint with the shadowspres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκιαγραφούμαι — σκιαγραφούμαι, σκιαγραφήθηκα, σκιαγραφημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής